- ζῳωδῶς
- ζῳώδηςlike an animaladverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζωώδης — ες και ζωώδικος, η, ο (Α ζῳώδης) [ζώον] 1. αυτός που μοιάζει με ζώο στη μορφή ή στην έκφραση («ζωώδης μορφή») 2. αυτός που προσιδιάζει, που αρμόζει στα ζώα, κτηνώδης («ζωώδη ένστικτα») 3. μτφ. κτηνώδης, απάνθρωπος, θηριώδης, αγροίκος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek